- ταχύγαμος
- -ον, Ααυτός που παντρεύεται πρώιμα, πριν από την ώρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + γάμος (πρβλ. πολύ-γαμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
ταχυγαμία — ἡ, Μ [ταχύγαμος] πρώιμος γάμος («τίς ἄν οὐκ αὑτῶν τὸν ὅμοιον τής ταχυγαμίας τρόπον ἐζήλωσεν;», Γεώργ. Σύγκ.) … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek